ταμείο — Στην οικονομία είναι το σύνολο των διαθέσιμων ρευστών, κυρίως σε μια επιχείρηση. Η συνήθεια να διατηρούνται μεταλλικά νομίσματα ή χαρτονομίσματα στο τ. ή καλύτερα σε ένα χρηματοκιβώτιο είχε σιγά σιγά ως συνέπεια να χαρακτηρίζεται ως τ. η έννοια… … Dictionary of Greek
Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek
είσπραξη — η 1. η συλλογή χρημάτων που οφείλονται. 2. στον πληθ., εισπράξεις τα χρηματικά ποσά που εισπράχτηκαν: Απόψε το θέατρο είχε πολλές εισπράξεις … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ταμείο — το 1. χρηματοκιβώτιο, κάσα: Άδειο ταμείο. 2. το γραφείο του ταμία, όπου γίνονται πληρωμές και εισπράξεις: Ταμείο θεάτρου. 3. απολογισμός εισπράξεων και πληρωμών, οικονομική διαχείριση: Κάνω ταμείο. – Η γυναίκα μου κρατάει το ταμείο του σπιτιού. 4 … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εισπράττω — (AM εἰσπράττω, Α και εἰσπράσσω) 1. συγκεντρώνω χρήματα οφειλόμενα ή απαιτούμενα 2. πραγματοποιώ εισπράξεις («έχει δικαίωμα να εισπράττει») 3. (για χρήματα) συλλέγομαι («εισπράχθηκαν πολλά χρήματα») 4. φρ. «εισπράττω τα επίχειρα τής κακίας μου»,… … Dictionary of Greek
επέτειος — η (AM ἐπέτειος, ον και ος, ία, ον) νεοελλ. η ημέρα κατά την οποία συμπληρώνεται χρόνος ή αριθμός ετών από τότε που συνέβη σημαντικό γεγονός («εθνική επέτειος») αρχ. μσν. 1. αυτός που συμβαίνει, που επαναλαμβάνεται κάθε χρόνο («τήν ἐπέτειον… … Dictionary of Greek
επίτροπος — Το πρόσωπο που έχει αναλάβει τη διαχείριση των συμφερόντων άλλου προσώπου ή φορέα. Πρόκειται για τιμητικό λειτούργημα, συνήθως άμισθο. Ο ε. διαθέτει την εξουσία, συνήθως προσωρινή, για την εκτέλεση καθηκόντων που αφορούν τις υποθέσεις τρίτου,… … Dictionary of Greek
επαρχή — ἐπαρχή, η (Α) επιγρ. 1. η συνεισφορά χρημάτων στο κοινό ταμείο, όταν κάποιος αναλάμβανε κάποια αρχή, ή προς τον δήμο, κάθε φορά που οι εισπράξεις δεν επαρκούσαν για την αντιμετώπιση τών αναγκών του 2. απαρχή* … Dictionary of Greek
επισήμασμα — το [επισημαίνω] 1. το επίσημα 2. η σφραγίδα που μπαίνει στα γραμματόσημα ή χαρτόσημα για να δηλώσει την τροποποίηση τής αξίας τους ή να υπενθυμίσει και τιμήσει μια επέτειο ή ένα συμβάν ή για να γνωστοποιήσει τον σκοπό για τον οποίο θα διατεθούν… … Dictionary of Greek
ετεροσκελής — ές (ΑΜ ἑτεροσκελής, ές) νεοελλ. μσν. (για ανθρώπους) αυτός που έχει το ένα μόνο από τα δύο πόδια, ο ανισοσκελής, ο ετερόπους, ο χωλός, ο κουτσός νεοελλ. φρ. «ετεροσκελής ισολογισμός» α) ο ισολογισμός που περιέχει μόνο το κεφάλαιο τών εσόδων ή τών … Dictionary of Greek